Με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμων, απηύθυνε σήμερα, Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021, ομιλία προς τους Κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεως με θέμα: «Η προσφορά του Ιερού Κλήρου της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως εις τον Αγώνα του 1821».

Κείμενο της ομιλίας:

Αγαπητοί πατέρες,

Με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την επίσημη κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, ως Πνευματικός σας Πατέρας και Ποιμένας της Θεοσώστου Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής, αποφάσισα να σας μιλήσω, εδώ στην Ιερατική μας Σύναξη, για τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισε η συμμετοχή του ιερού κλήρου στον Αγώνα του 1821 και ιδιαίτερα για τη μαρτυρική δράση ορισμένων κληρικών της Ιεράς Μητροπόλεώς μας σε αυτόν, ως εν Χριστώ παράδειγμα αυταπαρνήσεως και ομολογίας.

Η ιερωσύνη δεν είναι αξίωμα, αλλά Ιερό Λειτούργημα. Είναι καθημερινή προσφορά τους εαυτού μας στον Μέγα Αρχιερέα Ιησού Χριστό μέσα από τη διακονία του ποιμνίου μας. Είναι αγώνας και θυσία, στα οποία προσευχόμαστε με χαρά και σεβασμό. Είναι υπακοή στο Θείο Θέλημα. Είναι Σταύρωση και Ανάσταση. Σταύρωση του «εγώ» και Ανάσταση του «εμείς». Άλλωστε, καλούμαστε να γίνουμε στ΄Όνομα του Κυρίου «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’ 18-23) και να διαφυλάττουμε την ενότητα της Εκκλησίας Του, καθότι γι’ αυτό κληθήκαμε, εφόσον, κατά τον ιερόν υμνογράφον, ο Κύριος «εις ενότητα πάντας εκάλεσεν».

Μακριά από μικροπρεπείς έριδες, προσωπικές φιλοδοξίες και επονείδιστα πάθη, έχουμε τη χαρά και την ευλογία να υπηρετούμε την Εκκλησία και να βρισκόμαστε στην «πρώτη γραμμή», μη φειδόμενοι κόπων και θυσιών.

Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μαρτυρεί:
«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα,ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε είς όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε είς αυτό τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση». Παρατηρούμε ότι ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά αναφέρει στο λόγο του για τη λήψη της αποφάσεως για τον μεγάλο ξεσηκωμό πρώτα τον Ιερό Κλήρο, αναγνωρίζοντας παράλληλα τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε αυτός τόσο στην έναρξη, όσο και στη συνέχιση και επέκταση του αγώνα για την Ελευθερία.

Έτσι, και το 1821, οι προκάτοχοί μας κληρικοί στάθηκαν με σύνεση και διάκριση στο ύψος των περιστάσεων, δεν δίστασαν να έρθουν σε σύγκρουση τόσο με την τότε κοσμική εξουσία, όσο και με τα εσωτερικά προβλήματα και τις διαμάχες που τους ταλάνιζαν. Η ιστορία έχει να μας παρουσιάσει πλείστες όσες μορφές αρχιερέων, ιερέων, διακόνων και μοναχών, που κυριολεκτικά μαρτύρησαν, χύνοντας το αίμα τους ως ένδειξη αυτοθυσίας «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία».

Παραδείγματα αυτοθυσίας πάμπολλα, όπως αυτά του Επισκόπου Σαλώνων Ησαϊα, του Αθανασίου Διάκου, του Παπαφλέσσα. Ας προσεγγίσουμε όμως το ρόλο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ που ως εθνάρχης του Γένους, αναγκάστηκε να συντάξει πράξη αφορισμού κατά των Επαναστατών για ν’ αποφύγει την σφαγή και τα αντίποινα των κατακτητών προς τον υπόδουλο Ελληνισμό. Ο τρόπος σύνταξης του αφορισμού ήταν αντίθετος με το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας κατά τον τρόπο που συντάχθηκε. Ήταν μία πράξη του μαρτυρικού Πατριάρχη που αποσκοπούσε στο να κατευνάσει την οργή του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης. Ο Ποιμενάρχης αυτός προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες, με σύνεση και διάκριση και μετά από πολλή προσευχή, αδιαφορώντας για τις «εντυπώσεις» και παρά τις αντιδράσεις κάποιων, προχώρησε στην εν λόγω πράξη «ηθικής αυτοθυσίας», όπως χαρακτηρίστηκε από ιστορικούς.

Ένδειξη πολιτική διορατικότητας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ήταν και η απάντησή του προς τον Μητροπολίτη Δέρκων, ο οποίος τον παρότρυνε να καταφύγουν στην Πελοπόννησο για να ηγηθούν του εκεί Επαναστατικού Αγώνα, με το πρόσχημα να «συνετίσουν» τους επαναστάτες. Όμως, το πλήρωμα του χρόνου είχε επέλθει και η απάντηση του μαρτυρικού Οιακοστρόφου της Μεγάλης Εκκλησίας ήταν καθηλωτική: «Άγιε Δέρκων, ημείς γερόντια εσμέν και εξεμετρήσαμεν τον βίον και εάν συμβή αυτό, τότε θα δώσουμε αφορμήν είς τον Σουλτάνο να σφάξει όλους τους Έλληνας. Εάν μείνωμεν ημείς και σφάγωμεν ημείς, τότε θα δώκουμε καιρό είς την Χριστιανοσύνη να επέμβη σωστικώς υπέρ των Ελλήνων στις μη επαναστατημένες περιοχές», όπως και έγινε. Ο Πατριάρχης απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου για παραδειγματισμό. Όμως, αυτός ο «παραδειγματισμός» δεν ήρθε ποτέ, αλλά η μαρτυρική στάση του Αγίου Γρηγορίου Ε’ έγινε παράδειγμα προς μίμηση, παράδειγμα συνέσεως και αυτοθυσίας, έτσι ώστε να του απονεμηθεί επαξίως ο αμάραντος στέφανος του Εθνοϊερόμάρτυρα.

Τέτοιους ηρωικούς κληρικούς, ισαξίους με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Γρηγόριο Ε’, τον Αθανάσιο Διάκο, έχει αναδείξει και η μαρτυρική μας Θράκη και ιδιαίτερα η Μητροπολή μας. Χαρακτηριστική μορφή σπουδαίου κληρικού-αγωνιστού του 1821 είναι μεταξύ πολλών και αυτή του αειμνήστου Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου, μεγάλου Εθνεγέρτου και φωτισμένου Ιεράρχου, του οποίου ο ανδριάντας κοσμεί τον προαύλιο χώρο του Ιερού Καθεδρικού Ναού της πόλεώς μας, από τον Νοέμβριο του 1981.

Θεώρησα σκόπιμο να εντρυφήσουμε στον βίο και στην επαναστατική δράση του μεγάλου Ιεράρχου «εις μνημόσυνον αιώνιον» αυτού. Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος, γεννήθηκε περί το 1770-1780 στα Μαδεμοχώρια Χαλκιδικής και πιθανόν φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, στο οποίο και έλαβε το Αγγελικό Σχήμα. Ο δρόμος του τον οδήγησε στην Βασιλίδα των Πόλεων, όπου λόγω του ακεραίου χαρακτήρος του, του σεμνού αλλά και συνάμα ενθουσιώδους ήθους και της σπουδαίας μορφώσεώς του, του απονεμήθηκε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου. Έχαιρε δε της ιδιαιτέρας εκτιμήσεως του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Δ’ και της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για όλους τους παραπάνω λόγους, του αποδόθηκε και ο βαρύτιμος για εκείνη την εποχή χαρακτηρισμός του «Οσιολογιωτάτου», όπως αποτυπώθηκε και στο υπόμνημα εκλογής του σε Μητροπολίτη Μαρωνείας, η οποία επισυνέβη μετά την παραίτηση του προκατόχου του, Νεοφύτου, τον Οκτώβριο του 1810. Εκείνη την περίοδο, η Μητρόπολη Μαρωνείας εκτεινόταν από τη λίμνη Βιστονίδα έως τον ποταμό Έβρο, περιελάμβανε δε περιοχές της νοτίου Βουλγαρίας καθώς και τις νήσους Θάσο και Σαμοθράκη, είχε όμως ολιγάριθμο χριστιανικό πληθυσμό, ο οποίος ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει συνεχώς ληστείες και επιθέσεις ανταρτών. Ο Κωνστάντιος υπηρέτησε το ποιμνίο του με συνέπεια και το «μπόλιασε»με τα ιδανικά της λευτεριάς, τονώνοντας το εθνικό και χριστιανικό φρόνημα των πνευματικών του τέκνων. Το κύρος του φαίνεται και από τη συμμετοχή του στην Πατριαρχική Σύνοδο το 1817 για την εκλογή του νέου Μητροπολίτου Χίου, του μετέπειτα εθνομάρτυρος Πλάτωνος Φραγκιάδου.Όμως οι περισσότερες μαρτυρίες για τον βίο και τη δράση του επικεντρώνονται γύρω από την Επανάσταση του 1821, στην έναρξη της οποίας διαδραμάτισε ενεργό και καθοριστικό ρόλο.

Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και περίμενε καρτερικά τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους, νουθετώντας και διδάσκοντας το ποιμνίο του. Έτσι, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον Φεβρουάριο του 1821 κήρυξε την έναρξη της Επαναστάσεως στις παραδουνάβιες περιοχές και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, άφησε τον Αρχιερατικό του Θρόνο, τα οφφίκια, τις τιμές και τα αξιώματα και ρίχτηκε στον αγώνα για την Ελευθερία. Η αρχιερατική του μίτρα θα γινόταν στεφάνι «μαρτυρίου»,  η ποιμαντορική του ράβδος θα «κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών»του Γένους και η υστεροφημία που θα αποκτούσε μετά την κοίμησή του, θα έλαμπε όπως «ο λύχνος επί τη λυχνίᾳ» (Ματθ. ε’, 15-16).

Απαρνήθηκε τον εαυτό του, σήκωσε τον σταυρό του και ακολούθησε τη φωνή της συνειδήσεώς του, εκπληρώνοντας και από αυτό το μετερίζι το χρέος του ως Χριστιανός και ως Έλληνας. Κατευθύνθηκε προς τη Μάκρη (κατά άλλους προς το Πόρτο Λάγος) και από εκεί προς τη Θάσο, με πρόσχημα την επίσκεψη στους εκεί χριστιανούς. Όμως, ο πραγματικός του στόχος ήταν η καλλιέργεια του επαναστατικού τους φρονήματος, καλώντας τους να ξεσηκωθούν ενάντια στον Οθωμανό δυνάστη. Ακολούθως, με συνοδεία αγωνιστών κατευθύνθηκε προς το Άγιον Όρος, με σκοπό να συναντήσει τον Εμμανουήλ Παπά, εθνεγέρτη της Μακεδονίας. Ο Εμμανουήλ Παπάς με τη σειρά του, στις 23 Μαρτίου 1821, αποβιβάστηκε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου ερχόμενος από την Πόλη με καράβι του Θρακιώτη αγωνιστή, Χατζηαντώνη Βισβίζη. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος με συνοδεία κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Ο Κωνστάντιος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις συσκέψεις των επικεφαλής αγωνιστών και εκπροσώπων των Ιερών Μονών του Άθω και με τη δική του συνδρομή, κατέστη δυνατή η στρατολόγηση 1.000 μοναχών αγωνιστών.

Περί τα μέσα Μαϊου του 1821, συνήλθαν αγιορείτες πατέρες και λαϊκοί στον Ι. Ναό του Πρωτάτου στις Καρυές και έψαλλαν πανηγυρικὴ δοξολογία στην οποία χοροστάτησε, κήρυξε και ευλόγησε τα όπλα ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος, αφού προηγουμένως κατάφεραν να περιορίσουν τον Οθωμανό Διοικητή στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου. Ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύτηκε αρχηγός των επαναστατών της Μακεδονίας και ο Κωνστάντιος «θρησκευτικός ταγός» αυτών, κατά τους ιστορικούς. Οι δυνάμεις τους εξορμούσαν στη Χαλκιδική, από την περιοχή των Μαδεμοχωρίων προς τον Σταυρό και κατέλαβαν τα στενά της Ρεντίνας. Αντιμετώπισαν τις πολυάριθμες δυνάμεις των Οθωμανών από την ανατολή. Στις αρχές του Ιουνίου 1821, οι επαναστάτες δεν κατάφεραν ν’αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Μπαϊράμ πασά και στις μάχες αυτές, ο Κωνστάντιος υπέστη βαρύτατο τραυματισμό εξαιτίας του οποίου αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί στο Άγιον Όρος. Από διάφορα ιστορικά αρχεία, μαρτυρείται η παρουσία του ιεράρχη στις Ι. Μονές Κουτλουμουσίου, Ιβήρων, Ξηροποτάμου και Εσφιγμένου, από την οποία ο Εμμανουήλ Παπάς επιβιβάστηκε σε πλοίο με κατεύθυνση την Ύδρα, αλλά απεβίωσε εν πλω τον Νοέμβριο του 1821.

Εν τω μεταξύ, τον Οκτώβριο του 1821, εκλέγεται νέος Μητροπολίτης Μαρωνέιας, ο ιερομόναχος Δανιήλ, αφού ο Κωνστάντιος είχε ήδη εγκαταλείψει τον Αρχιερατικό του Θρόνο. Ο μέγας αυτός ιεράρχης κοιμήθηκε στον Άγιον Όρος, διωκόμενος για τον Αγώνα του τον Νοέμβριο του 1821. Χαρακτηριστικό της ανησυχίας και του φόβου που προξενούσε στους Οθωμανούς ήταν ότι ακόμη και μετά την κοίμησή του, ο Εμπού Λουμπούτ πασάς, μετέβη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους στο Άγιον Όρος και ζήτησε ν’ ανοίξουν τον τάφο του ιεράρχη, ώστε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι όντως εκεί ήταν το σκήνωμα του Κωνστάντιου και ότι η είδηση του θανάτου του δεν ήταν κάποιο τέχνασμα των επαναστατών. Υπάρχει βέβαια και η ιστορικών ατεκμηρίωτη άποψη ότι διέφυγε στη νότια Ελλάδα και ότι έλαβε μέρος στη Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Άργος το 1829, όμως το όνομά του δεν μαρτυρείται στα Πρακτικά αυτής.

Έτσι ετελειώθη ο συμπατριώτης Μητροπολίτης μας,που απαρνήθηκε εγκόσμιες τιμές και δόξες, αγωνιζόμενος τον καλό αγώνα για χάρη της εν Χριστώ ελευθερίας των πατρογονικών εστιών μας.

Υπάρχουν και άλλα ονόματα ιερωμένων που αγωνίστηκαν για την πίστη και την ελευθερία μας, όμως δυστυχώς οι ιστορικές πηγές είναι ελλιπείς και σώζονται ελάχιστες επίσημες μαρτυρίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι και αυτοί οι «άγνωστοι» σ΄ εμάς, είναι γνωστοί στον Παντεπόπτη Κυριό μας, ο οποίος τους ενέταξε στις αγκάλες του Αβραάμ, απονεμοντάς τους τον αμαράντινο της δόξης στέφανο του εθνομάρτυρος.

Μετά από ενδελεχή έρευνα, εντοπίζουμε τον ιεροδιάκονο και μετέπειτα Μητροπολίτη της Ι. Μητροπόλεως Μαρωνείας, Ιωαννίκιο, ο οποίος γεννήθηκε στην Κομοτηνή. Κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 από τον Παπαφλέσσα και ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Επαναστάσεως στην περιοχή της Ροδόπης και του Έβρου. Έγινε γνωστός ως «Ιωαννίκιος ο Φιλικός». Στον Μητροπολιτικό Θρόνο ανήλθε το Φεβρουάριο του 1838 και ποίμανε την επαρχία μας έως την κοίμησή του το 1839. Τα οστά του φυλάσσονται σήμερα στο οστεοφυλάκιο των επισκόπων στο κοιμητήριο της πολεώς μας.

Άλλοι μεγάλοι κληρικοί – αγωνιστές του 1821, εκ των λοιπών Ι. Μητροπόλεων της ευρύτερης Θράκης είναι ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώτος (αρχιερατεία: 1813-1821) ο οποίος σπούδασε στο Παρίσι, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν ως συνοδικός, στο πλαίσιο των αντιποίνων των Οθωμανών για την έναρξη της Επαναστάσεως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Μαζί του βρήκαν μαρτυρικό θάνατο:
– ο Μητροπολίτης Δέρκων, Γρηγόριος,
– ο Επίσκοπος Αγχιάλου Ευγένιος,
– ο Μητροπολίτης Μεσημβρίας Ιωσήφ,
– ο Επίσκοπος Μυριοφύτου Νεόφυτος και
– ο Επίσκοπος Γάνου και Χώρας Γεράσιμος.

Ακόμη, στις Σαράντα Εκκλησιές απαγχονίστηκε μαζί με τους προκρίτους ο παπα-Κωνσταντίνος, ενώ στην Αδριανούπολη σφαγιάζονταιστις 17 Απριλίου 1821, την Κυριακή του Θωμά, ο Πρωτοσύγγελος της Ι. Μητροπόλεως Θεόκλης και ο Σύγγελος, Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Αρζουμανίδης. Έτερη αξιόλογη μορφή, ήταν αυτή του Μητροπολίτου Σωζοπόλεως, Παϊσίου, ο οποίος τον Απρίλιο του 1821 όρκισε 5.000 περίπου αγωνιστές στον Ι. Ναό του Αγίου Ζωσίμου. Αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς και αρνήθηκε ν’αποκηρύξει την Επανάσταση, με αποτέλεσμα να απαγχονιστεί και το σκήνωμά του να ταφεί κρυφά στην τοποθεσία «Κουρνιά», γνωστόςμε την ονομασία «τάφος του Δεσπότη», που το 1918 καταστράφηκε από τους Βουλγάρους. Μαζί με προκρίτους, απαγχονίστηκε στην Αγχίαλο και ο ιερέας Χατζηασλάνης Αντωνάκης Σκούλογλου.

Τέλος, σημαντικότατη προσωπικότητα του Αγώνα ήταν και ο προκάτοχος του μαρτυρικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ – ο  και προστάτης του Ιερατικού Συνδέσμου της Μητροπόλεως μας – ο οποίος μαρτύρησε στην Αδριανούπολη στις 18 Απριλίου 1821 δι’απαγχονισμού. Ήταν ένας σεβάσμιος και «πεπαιδευμένος πατριάρχης», κατά τους ιστορικούς, που κόσμησε τον Πατριαρχικό Θρόνο από το 1813-1818 και έκτοτε εφησύχαζε στην πατρική του οικία. Όπως και ο Γρηγόριος Ε’, έτσι και ο Κύριλλος ΣΤ’ ανακηρύχθηκε Άγιος της Εκκλησίας μας. Υπάρχει δε από το 1834 ειδική Ακολουθία προς τιμήν του. Το δε σκήνωμά του είναι χαριτόβρυτο και επιτελεί ποικίλα θαύματα.

Μαρτύρια υπέστησαν οι κληρικοί – αγωνιστές της Επαναστάσεως του 1821, άλλοι σφαγιάστηκαν, άλλοι απαγχονίστηκαν, άλλοι υπέκυψαν στα θανάσιμα τραυματά τους από τις μάχες. Αυτό ήταν το Μαρτύριο του αίματος. Όμως το μεγαλύτερο ίσως μαρτύριο που υπέστησαν, ήταν το Μαρτύριο της συνειδήσεως. Κατάφεραν ν’ αποτινάξουν από πάνω τους τον εγωισμό και την υπερηφάνεια, ο καθένας με τον τρόπο του, άλλοι άμεσα και άλλοι έμμεσα, όμως με τον ίδιο ένθεο και ιερό ζήλο, ώστε μέσα τους ενήργησε η Θεία Χάρις.

Μαρτύρια ὑπέστησαν οἱ κληρικοί-ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἄλλοι σφαγιάστηκαν, ἄλλοι ἀπαγχονίστηκαν, ἄλλοι ὑπέκυψαν στά θανάσιμα τραύματά τους ἀπὸ τὶς μάχες· αὐτὸ ἦταν τὸ Μαρτύριο τοῦ αἵματος. Ὅμως τὸ μεγαλύτερο ἴσως μαρτύριο που ὑπέστησαν, ἦταν τὸ Μαρτύριο τῆς συνειδήσεως· κατάφεραν ν΄ ἀποτινάξουν ἀπὸ πάνω τους τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, ἄλλοι ἄμεσα καὶ ἄλλοι ἔμμεσα, ὅμως μὲ τὸν ἴδιο ἔνθεο καὶ ἱερὸ ζῆλο, ὥστε μέσα τοὺς ἐνήργησε ἡ Θεία Χάρις.

Έτσι, κι εμείς, αγαπητοί πατέρες, έχοντας ως πρότυπα τους αγίους αυτούς άνδρας κληρικούς, καλούμαστε σήμερα σε καιρούς φαινομενικής ειρήνης να σταθούμε με αγωνιστικό φρόνημα αλλά και σύνεση, ν’αποφασίζουμε κατόπιν προσευχής, συμβουλευόντας το ποιμνίο μας καταλλήλως, πορευόμενοι στην οδό της διάκρισης, όπως αυτή φανερώνεται στους λόγους του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαϊα: «Να αγωνιστείτε, ο αγώνας εγγύς αλλά και να φυλάγεστε και η συμπεριφορά σας να είναι ανάλογη του χώρου στον οποίο βρίσκεστε».

+  Ο ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Π  Α  Ν  Τ  Ε  Λ  Ε  Η  Μ  Ω Ν

 

Βασικὴ βιβλιογραφία:

  1. Λόγοι μακαριστού Μητροπολίτου Μαρωνείας και Κομοτηνής, κυρού Δαμασκηνού και Αντωνίου Ρωσσίδη στην τελετὴ αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας Κωνσταντίου, εθνεγέρτου Ροδόπης κατὰ τον ιερό αγώνα του 1821, είς τον Ιερόν Καθεδρικον Ναόν του Εὐαγγελισμού της Θεοτόκου Κομοτηνής, 29-11-1981.
  2. Π. Γεωργαντζής, Επισκοπικὴ Ιστορία των Ι. Μητροπόλεων της Δυτικής Θράκης, επισκοπικοὶ κατάλογοι & υπομνήματα εκλογῆς αρχιερέων Ι. Μητροπόλεων, κατα τα πρακτικὰ εκλογής αρχιερέων της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου & τα της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ξάνθη, 2014.
  3. Μ. Κούκος, Ο Ελληνισμός της Θράκης στον Αγώνα του 1821, εκδ. Ερωδιός, 1998.
  4. Θρακικό Κέντρο, περιοδικ’ο «Θρακικά», έκτακτον τεύχος επί τη εκαντοετηρίδι της Εθνικής Ανεξαρτησίας, παράρτημα Γ’ Τόμου, Αθήνα, 1931.
  5. Μ. Μελίρρυτος, Περιγραφή ιστορική και γεωγραφική υπ’ εκκλησιαστικήν έποψιν της θεοσώστου επαρχίας Μαρωνείας, Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής, Κομοτηνή, 1980.